- λιθόσπερμον
- λῐθό-σπερμον, τό,A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθόσπερμον — gromwell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοσπέρμου — λιθόσπερμον gromwell neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόσπερμα — λιθόσπερμον gromwell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόσπερμο — (Lithospermum). Γένος σωληνανθών φυτών της οικογένειας των βοραγινιδών. Στο γένος ανήκουν φυτά με τριχωτό βλαστό, που ζουν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα λ. είναι ποώδη ή ξυλώδη φυτά, με καρπό που αποτελείται από τέσσερα σκληρά αχαίνια.… … Dictionary of Greek
ՔԱՐԱՍԵՐՄՆԻԿ — ( ) NBH 2 0996 Chronological Sequence: Unknown date գ. λιθόσπερμον lithospermum. Խոտ բուսեալ ʼի քարուտ տեղիս, որոյ սերմն կարծր յոյժ՝ է որպէս զկորեակ: Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)